μάκελλα

μάκελλα
και μακέλλη, η (Α μάκελλα και μακέλη)
γεωργικό εργαλείο για σκάψιμο, τσάπα, τσαπί («θεράπων μακέλλην ἔχων ἐπιφοροίη τῆς γῆς αὐτοῑς», Λουκιαν.)
μσν.
σφαγείο
αρχ.
μτφ. κεραυνός («μή σου γένος πανώλεθρον Διὸς μακέλλῃ πᾱν ἀναστρέψῃ Δίκη», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μάκελλα συνδέεται με τον τ. δίκελλα* (< δι- < δύο + -κελλα), οπότε ανάγεται σε *σμακελλα, τού οποίου το β' συνθετικό ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kel- «χτυπώ, λαξεύω» + επίθημα -ya (πρβλ. και θύελλα), ενώ το α' συνθετικό μα- θα αναγόταν σε ΙΕ ρίζα *sem- (πρβλ. εἷς), πράγμα που δεν φαίνεται πολύ πιθανό. Κατ' άλλη άποψη, η λ. είναι συμφυρμός μιας αμάρτυρης λ. *ματέλη, που αντιστοιχεί στη λατ. mateola «εργαλείο για σκάψιμο», και τής λ. δίκελλα. Κατ' άλλους, τέλος, το μάκελλα συνδέεται με αρμ. market «σκαπάνη» — και τούτο οδηγεί στην υπόθεση ότι και τα δύο είναι δάνεια από κοινή πηγή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάκελλα — mattock fem nom/voc sg μάκελλον enclosure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακέλλας — μακέλλᾱς , μάκελλα mattock fem acc pl μακέλλᾱς , μάκελλα mattock fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακελλῶν — μάκελλα mattock fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακέλλαις — μάκελλα mattock fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακέλλης — μάκελλα mattock fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακέλλῃ — μάκελλα mattock fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκελλαν — μάκελλα mattock fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομάκελλος — ον, Μ 1. αυτός που αγαπά τη μάκελλα, την τσάπα, που τού αρέσει να σκάβει, να τσαπίζει 2. (για σκύλο) αυτός που τού αρέσει το σφαγείο, που τόν τραβάει το σφαγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μάκελλος (< μάκελλα)] …   Dictionary of Greek

  • Mattock — A cutter mattock, embedded in a lawn A mattock is a versatile hand tool, used for digging and chopping, similar to the pickaxe. It has a long handle, and a stout head, which combines an axe blade and an adze (cutter mattock) or a pick and an adze …   Wikipedia

  • МАКЕЛЛА —    • Macella,          Μάκελλα, укрепленный город в Сицилии, расположенный к югу от Сегесты. Liv. 26, 21. Polib. 1, 24 …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”